Οι στρατηγικές επιδιώξεις της Βρετανίας, 1945-1955
του Δρ. Ανδρέα Κάρυου
Μια από τις πιο συχνές παρανοήσεις όσον αφορά στην έντονα αρνητική στάση της Βρετανίας στο αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων για τερματισμό της αποικιακής κυριαρχίας και αυτοδιάθεση/ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση) είναι ότι τα κίνητρα της αποικιοκρατικής δύναμης εδράζονταν σε μια αποικιακή προσέγγιση των πραγμάτων. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, οι βρετανικές κυβερνήσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρνούνταν να αποχωρήσουν από την Κύπρο διότι δεν επιθυμούσαν τη διάλυση της αποικιακής αυτοκρατορίας της Βρετανίας (ή ήταν ευάλωτες σε κατηγορίες αυτού του είδους). Συνεπακόλουθα, όσοι υποστηρίζουν την εν λόγω άποψη εκτιμούν ότι το Λονδίνο σε κάποια χρονική στιγμή στο μέλλον δεν θα παρέμενε εγκλωβισμένο στους αποικιακούς του μεγαλοϊδεατισμούς και θα λάμβανε οικειοθελώς την απόφαση για αποχώρηση από την Κύπρο, καθιστώντας τοιουτοτρόπως αχρείαστη την δραστηριοποίηση ενός επαναστατικού κινήματος στο νησί την περίοδο 1955-1959.
Στην πιο πάνω ανάγνωση των γεγονότων εντοπίζεται η εξής αδυναμία: δίνεται έμφαση αποκλειστικά στο ιδεολογικό υπόβαθρο της συμπεριφοράς του Λονδίνου. Επίσης, παραγνωρίζεται πλήρως ο ρόλος που διαδραμάτισε η Γεωγραφία και τα παραγόμενα από αυτήν συμφέροντα ως παράγοντας διαμόρφωσης της βρετανικής κρατικής πολιτικής. Σίγουρα, μέσα από την μελέτη της ρητορικής των πολιτικών ηγεσιών δύναται κανείς να εντοπίσει περιπτώσεις όπου οι Βρετανοί πολιτικοί αισθάνονταν άβολα με την ιδέα της συρρίκνωσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Εντούτοις, πιο σημαντικός παράγοντας για τους διαμορφωτές της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής για την Κύπρο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν (όπως καταδεικνύουν τα σχετικά αρχειακά τεκμήρια) οι γεωστρατηγικές προτεραιότητες της χώρας.
Για την ακριβέστερη ερμηνεία της ανυποχώρητης στάσης του Λονδίνου εναντίον της προοπτικής της Ένωσης, λοιπόν, είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό το γεωπολιτικό πλαίσιο του Κυπριακού Ζητήματος και οι στρατηγικές επιδιώξεις του Λονδίνου κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Τοιουτοτρόπως, θα καταστεί εμφανές ότι η χρήση ιστορικών συγκριτικών αναφορών για την διατύπωση μιας σχετικά ασφαλούς εκτίμησης για τη χρονική στιγμή που θα πραγματοποιείτο ο τερματισμός της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο χωρίς την υιοθέτηση επαναστατικών πρακτικών από πλευράς Ελλήνων Κυπρίων δεν μπορεί να αφορά στην περίοδο που θα περιορίζονταν οι φιλοδοξίες της Βρετανίας για διατήρηση της αποικιακής της αυτοκρατορίας (παρά το ότι συνέβη στην περίπτωση άλλων αποικιών κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970), εφόσον δεν ήταν αυτός ο κρίσιμος παράγοντας διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων για την νήσο. Ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, είναι πιο εύλογο να υποθέσουμε ότι η ανώδυνη απελευθέρωση του νησιού θα ήταν δυνατή όταν δεν θα υφίσταντο πλέον οποιαδήποτε βρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα που να κρίνουν ως απαραίτητη την αξιοποίηση της Κύπρου (μια τέτοια εξέλιξη όμως δεν έχει συμβεί μέχρι τις μέρες μας).
Εν πάση περιπτώσει, η επεξεργασία των ιστορικών γεγονότων έχει αξία για την ερμηνεία των ανθρώπινων συμπεριφορών του παρελθόντος και όχι για την διατύπωση εκτιμήσεων και υποθετικά σενάρια. Επομένως, αυτό που μπορεί με ασφάλεια να επισημανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά τεκμήρια, είναι ότι οι απαρχές της διαδικασίας για την υποχρεωτική άρση της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο εντοπίζονται το 1957, τη χρονική στιγμή που άρχισε προοδευτικά να μεταβάλλεται η λογική του Λονδίνου σχετικά με τη χρήση της Κύπρου για την εξυπηρέτηση των βρετανικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων (η εν λόγω προσέγγιση επικεντρωνόταν στην αποχώρηση από την Κύπρο με αντάλλαγμα τη διατήρηση στρατιωτικών βάσεων). Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που άσκησαν πίεση στη Βρετανία, ώστε να υποχρεωθεί στην αλλαγή αυτή, ήταν οι επαναστατικές επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ.
Καταρχάς, προτού επικεντρωθούμε στην βρετανική θεώρηση για την χρησιμότητα της Κύπρου στο πλαίσιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αξίζει να σημειωθεί ότι οι βρετανικές κυβερνήσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν να αντιμετωπίσουν διάφορες προκλήσεις στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις βρετανικές αποικίες και προτεκτοράτα. Πιο συγκεκριμένα, η Βρετανία είχε εξέλθει πολιτικά και οικονομικά ασθενέστερη από την παγκόσμια σύρραξη, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να δραστηριοποιηθεί σε ένα περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία του Ψυχρού Πολέμου και την σταδιακή άνοδο των αντιαποικιακών κινημάτων (με κύριες διεκδικήσεις τους την εθνική ελευθερία και την αυτοδιάθεση). Για παράδειγμα, τα αντιαποικιακά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Ινδία και την (υπό καθεστώς βρετανικής Εντολής) Παλαιστίνη υποχρέωσαν τη βρετανική κυβέρνηση σε δύο επώδυνες αποφάσεις: την παραχώρηση ανεξαρτησίας στην Ινδία (1947) και την αποχώρηση από την Παλαιστίνη (γεγονός που συνδέεται άρρηκτα με την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ το 1948). Επομένως, το Λονδίνο ήταν ιδιαίτερα αρνητικό απέναντι σε οποιαδήποτε εξέλιξη που επιφύλασσε περαιτέρω συρρίκνωση για τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Ταυτόχρονα, οι βρετανικές κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1940 και του 1950 ήρθαν αντιμέτωπες με την διαχείριση επιπλέον προκλήσεων, οι οποίες αναδύθηκαν στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Τέτοιες προκλήσεις αποτελούσαν η απόπειρα της ΕΣΣΔ να διεισδύσει (ιδίως μετά από το 1953) στα σημαντικά αυτά περιφερειακά περιβάλλοντα, η άνοδος του αραβικού εθνικισμού (ιδιαίτερα στην Αίγυπτο) με την έντονα αντιδυτική ρητορική που τον συνόδευε, η αραβοϊσραηλινή διένεξη που ξέσπασε μετά από την κήρυξη της ανεξαρτησίας του Ισραήλ (Α’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος, 1948) και η αντίθεση που εκδήλωσαν οι ΗΠΑ για τις βρετανικές πρωτοβουλίες στην Μέση Ανατολή.Η αξία της Κύπρου για τους Βρετανούς μετά τον Β΄ ΠΠ
Το σκηνικό που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή επέφερε σημαντικές επιπλοκές και στο Κυπριακό Ζήτημα. Στην περίπτωση της Κύπρου, η συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στον σχηματισμό κοινού μετώπου με τη Βρετανία προς αντιμετώπιση του φασιστικού και του ναζιστικού επεκτατισμού αναζωπύρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων για την επίτευξη της μακροχρόνιας στοχοθεσίας για ένωση με την Ελλάδα. Όπως γίνεται αντιληπτό, το εν λόγω πολιτικό αίτημα ήταν εμφατικά αντίθετο με την απόφαση του Λονδίνου για διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας επί ολόκληρης της νήσου. Η βρετανική αρνητικότητα οφειλόταν στη διαρκώς αυξανόμενη σημασία που λάμβανε μετά το 1945, από στρατηγικής σκοπιάς, η περιοχή της Μέσης Ανατολής. Για τους ιθύνοντες στο αποικιακό κέντρο, η Μέση Ανατολή αποτελούσε την μοναδική περιοχή της υδρογείου με μεγάλη στρατηγική σημασία επί της οποίας η Βρετανία ασκούσε αποκλειστικό έλεγχο και επιρροή. Επομένως, σύμφωνα με την κρατούσα βρετανική πεποίθηση της περιόδου, ο έλεγχος της στρατηγικά σημαντικότατης αυτής περιοχής επέτρεπε στη Βρετανία να συνεχίσει να θεωρείται (και να συμπεριφέρεται ως) Μεγάλη Δύναμη. Χαρακτηριστικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 οι Βρετανοί Αρχηγοί των Επιτελείων (Chiefs of Staff) μέσω σχετικής αναφοράς τους ασκούσαν πιέσεις στη βρετανική κυβέρνηση να δώσει μεγαλύτερη σημασία στην άμυνα της Μέσης Ανατολής παρά στην Ευρώπη.
Η υπόθεση της Κύπρου συνδέθηκε στενά με την υπεράσπιση των πιο πάνω γεωστρατηγικών συμφερόντων της Βρετανίας. Είναι γεγονός ότι η Βρετανία βασιζόταν για την προώθηση της ισχύος της σε ερείσματα όπως τη βάση στο Suez (στην Αίγυπτο), το προτεκτοράτο του Aden (στη σημερινή Υεμένη), καθώς και τους στενούς δεσμούς της με την Τουρκία, την Ιορδανία και το Ιράκ. Εντούτοις, η Κύπρος αποτελούσε τη μόνη περιοχή επί της οποίας το Λονδίνο ασκούσε πλήρη κυριαρχία και χωρίς να υπόκειται σε οποιουσδήποτε περιορισμούς που να απέρρεαν από μια διεθνή συμφωνία (όπως για παράδειγμα η συμφωνία μεταξύ Βρετανίας-Αιγύπτου για τη βάση του Suez). Συνεπακόλουθα, η θεώρηση του Λονδίνου ως προς τις στρατηγικές και αμυντικές διαστάσεις της Μέσης Ανατολής απέκλειε το ενδεχόμενο απόσυρσης από την Κύπρο (οποιαδήποτε μορφή και αν λάμβανε μια τέτοια ενέργεια πχ ανεξαρτησία της Κύπρου ή ένωση του νησιού με την Ελλάδα). Προτεραιότητες αυτού του είδους έγιναν ακόμη πιο σημαντικές για την βρετανική κυβέρνηση όταν η εχθρότητα από πλευράς Αιγύπτου για τους Βρετανούς και την βάση τους στο Suez οδήγησε στο ξέσπασμα μικρής κρίσης μεταξύ των δύο κρατών το 1951 (δεν πρέπει να συγχέεται με την πιο διάσημη Κρίση του Suez του 1956).
Επίσης, το 1954 ο βρετανοαιγυπτιακός διάλογος για το μέλλον του Suez κατέληξε σε συμφωνία για αποχώρηση των Βρετανών από τη βάση μέχρι το 1956 (η συμφωνία περιλάμβανε επίσης τον όρο για επανενεργοποίηση της βάσης σε περίπτωση επίθεσης εναντίον μιας αραβικής χώρας ή της Τουρκίας). Οι συγκεκριμένες εξελίξεις υποχρέωσαν το Λονδίνο στην μεταφορά του βρετανικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην Κύπρο το 1954, μετατρέποντας έτσι την αποικία στη σημαντικότερη βρετανική βάση και σε ένα βασικό διοικητικό κέντρο για την προώθηση της βρετανικής στρατηγικής στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ακόμη, μέσω της εγκατάστασης σχετικού εξοπλισμού, η Κύπρος κατέστη και σημαντική βάση για την υποκλοπή πληροφοριών από την ΕΣΣΔ. Έτσι, η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής αυξήθηκε κατακόρυφα, το ίδιο και η αποφασιστικότητα της Βρετανίας να κρατήσει πάση θυσία την πλήρη κυριαρχία της στην Κύπρο.
Καταλήγοντας, όπως αναλύσαμε προηγουμένως, η στάση του Λονδίνου μετά το 1945 να αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο συζήτησης οποιασδήποτε μορφής επίλυσης του Κυπριακού που θα περιλάμβανε την προοπτική αποχώρησης της Βρετανίας από την Κύπρο (Ένωση, ανεξαρτησία της Κύπρου ή Ένωση με αντάλλαγμα τη διατήρηση βρετανικών βάσεων) δεν οφειλόταν τόσο στην αποικιακή ιδεολογία των βρετανικών κυβερνήσεων ή στην υπεράσπιση αποικιακών οικονομικών συμφερόντων. Αντίθετα, απέρρεε από μια ανάγκη ζωτική για τη Βρετάνια που οφειλόταν στην πεποίθηση ότι η διατήρηση της Κύπρου ήταν ζήτημα «ζωής και θανάτου» για τη διεθνή θέση της Βρετανίας. Η βρετανική προσέγγιση ήθελε την Κύπρο να είναι κρίσιμο έρεισμα για την -βρισκόμενη υπό πίεση- κυρίαρχη θέση της Βρετανίας στη Μέση Ανατολή, περιοχή η οποία θεωρείτο απαραίτητη για τη διατήρηση του status της Μεγάλη Δύναμη (με δυνατότητες άσκησης επίδρασης στο διεθνές σύστημα της εποχής). Αυτή λοιπόν την βρετανική θεώρηση περί της στρατηγικής αξίας της Κύπρου προσπάθησε η ΕΟΚΑ να αλλάξει με την άσκηση πιέσεων μέσω της επαναστατικής δράσης της (υποτάσσοντας δηλαδή το στρατιωτικό κριτήριο στο πολιτικό), ώστε το Λονδίνο να δει υπό διαφορετικό πρίσμα τη θέση της Βρετανίας στην Κύπρο και να συναινέσει στην έναρξη διαπραγματεύσεων με την ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων ή την Αθήνα για την επίλυση του Κυπριακού.
Comments