Mετά τις κυρώσεις Trump για τους S400
του Θεόδωρου Τσακίρη
Η απόφαση του προέδρου Trump, υπό την συνδυασμένη πίεση του ΥΠΕΞ του και της διακομματικής ηγεσίας του Κογκρέσου να επιβάλλει, μετά από πολυετή καθυστέρηση ουσιαστικές κυρώσεις στην τουρκική πολεμική βιομηχανία ως αντίποινα για την αγορά και ανάπτυξη του ρωσικού συστήματος S400, δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Η επιβολή αυτή αποτελεί αρνητικό ορόσημο για την πορεία των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και την πρώτη φορά που η αμερικανική κυβέρνηση επιβάλλει γενικευμένες τομεακές κυρώσεις εναντίον μιας στενής ΝΑΤΟϊκής συμμάχου, δεδομένου ότι το εμπάργκο όπλων του 1975-1978 είχε αποτελέσει αποκλειστική πρωτοβουλία του αμερικανικού Κογκρέσου εντός ενός εντελώς διαφορετικού πολιτικού περιβάλλοντος στον απόηχο του σκανδάλου Watergate. Οι μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις των κυρώσεων στην τουρκική πολεμική βιομηχανία θα καταστούν εμφανέστερες σε βάθος χρόνου 1-2 ετών εκτός και εάν η κυβέρνηση Biden -ενδεχόμενο που παραμένει ανοικτό- αποφασίσει να αποδώσει αναδρομικό χαρακτήρα στις προεδρικές κυρώσεις της 14ης Δεκεμβρίου ή συμπεριληφθεί ρήτρα αναδρομικότητας στις κυρώσεις που θα απαιτήσει το Κογκρέσο μετά την οριστικοποίηση του αμυντικού προϋπολογισμού. Αυτός αναμένεται να οριστικοποιηθεί μετά την ανατροπή του βέτο που άσκησε ο πρόεδρος Trump στις 23 Δεκεμβρίου 2020. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν θεωρηθεί -πράγμα πολύ δύσκολο- ότι θα προχωρήσουν τα δύο βασικά υπό εκκρεμότητα προγράμματα, δηλαδή οι κινητήρες των επιθετικών ελικοπτέρων T129 Atak και τα ραντάρ των 35 F16 Block 30, το βασικό επιχειρησιακό πρόβλημα για την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία (ΤΠΑ) θα διευρύνεται συν τω χρόνω, δεδομένου ότι ο Ερντογάν θα παραμείνει πιστός στην επιλογή του να χτίσει την τουρκική αεράμυνα γύρω από το S400 του οποίου θα αγοράσει πιθανότατα ακόμη ένα ή δύο τάγματα.
Ενδεχόμενη φιλοαμερικανική του μεταστροφή θα του κοστίσει τη συμμαχία του με το ΜΗΡ, την επιθετικότερη έμπρακτη ανταπάντηση της Ρωσίας στα μέτωπα του Συριακού και του Λιβυκού, αλλά και μεγάλο μέρος της πολιτικής του βάσης ισχύος δύο τουλάχιστον χρόνια πριν τις προεδρικές του 2023, την ώρα μάλιστα που σύσσωμη η αντιπολίτευση των εθνικιστών Κεμαλιστών του CHP τάσσεται στο πλευρό του Ερντογάν κατά των αμερικανικών κυρώσεων.
Το θεμελιώδες διακύβευμα για την Άγκυρα, που η κυβέρνηση Ερντογάν επιχειρεί να υποβαθμίσει, είναι ότι ο τουρκικός στόλος των 240 F-16 που έχει χτυπηθεί μετά το 2016 από συνεχή κύματα εκκαθαρίσεων από υπαρκτούς και φανταστικούς «Γκιουλενιστές» δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αναβαθμίσεις ή ανταλλακτικά που μερικώς ή ολικώς παράγονται στις ΗΠΑ.
Προφανώς ο Ερντογάν θα επικαλεσθεί ότι οι κυρώσεις των ΗΠΑ αποτελούν μια πολύ καλή ευκαιρία για την πλήρη αυτονόμηση της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας από ετήσιες εισαγωγές εξοπλισμών αξίας $3,1 δισ. την τελευταία πενταετία, το 45% των οποίων προέρχονται από τις ΗΠΑ. Κανείς ωστόσο δεν πιστεύει -εντός ή εκτός Τουρκίας- ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση είτε παράκαμψης των κυρώσεων μέσω κατάργησης ή αντικατάστασης της SSB είτε ανάπτυξης αυτόνομων δυνατοτήτων από την ΤΠΑ που θα φτιάξει τα δικά της μαχητικά ή ανταλλακτικά.
Αυτή η σταδιακή καθίζηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων της ΤΠΑ θα λάβει χώρα την ώρα μάλιστα που η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναβαθμίζεται αλματωδώς μέσα στην επόμενη τριετία λόγω της ενσωμάτωσης των Rafale, της πλήρους πιστοποίησης και επιχειρησιακής ετοιμότητας των Mirage 2000-5 και της ολοκλήρωσης σημαντικού μέρους της αναβάθμισης 84 F-16 στην κατηγορία Viper (Block 70) που με τη σειρά της θα επιτρέψει την αντίστοιχη -και πολύ φθηνότερη- αναβάθμιση των υφιστάμενων κατώτερων κατηγοριών του ελληνικού στόλου F16 από τα Block 30 σε Block 50 (32 αεροσκάφη) και από τα Block 50 σε Block 52/Block 52+Advanced (συνολικά 38 αεροσκάφη).
Πολύ πιο σημαντικό ωστόσο από το εάν -και σε ποιο βαθμό- θα υπάρξει αναδρομικότητα είναι το γεγονός ότι μια συμπαγής πλειοψηφία Γερουσιαστών και Βουλευτών και από τα δύο κόμματα έχουν αρχίσει ήδη να επιβάλλουν αντίποινα στην τουρκική ιμπεριαλιστική συμπεριφορά. Οι κυρώσεις της 14ης Δεκεμβρίου δείχνουν ότι η ιδιότυπη «ασυλία» που απολάμβανε η Ερντογανική Τουρκία κατά το μεγαλύτερο μέρος της προεδρίας Trump έχει πλέον παρέλθει. Αυτό που ίσως να διαλανθάνει της προσοχής των περισσοτέρων είναι ότι η αλλαγή αυτή δεν έχει συντελεστεί μόνο λόγω της αγοράς των S400. Η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να είχε αποφύγει αυτή την αντιπαράθεση -που της κόστισε την τουρκική συμμετοχή στα F35- εάν είχε συμφωνήσει να ικανοποιήσει το τουρκικό αίτημα συμπαραγωγής μέρους των συστημάτων Patriot 3 αλλά αρνήθηκε να το κάνει ακόμη και επί προεδρίας Ομπάμα. Το αρνήθηκε γιατί το Αμερικανικό Πεντάγωνο είχε εγκαίρως διαγνώσει το βασικό αίτιο μεταβολής της τουρκικής γεωστρατηγικής συμπεριφοράς βλέποντας τη δράση της Τουρκίας υπέρ των τζιχαντιστικών πολιτοφυλακών τύπου ISIS και Al-Qaeda στο μέτωπο της Συρίας ήδη από το 2013/2014.
Η δράση αυτή εντασσόταν στον ευρύτερο τουρκικό σχεδιασμό εργαλειοποίησης των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης για να φέρει στην εξουσία διαφόρων κρατών- της Μέσης Ανατολής (Λιβύη, Συρία, Αίγυπτος) ισλαμικά μορφώματα με τα οποία η Ερντογανική Τουρκία μοιράζεται την ίδια ιδεολογική καταβολή και την ίδια γεωπολιτική στόχευση: αφενός το συνωμοσιολογικό αντιαμερικανισμό/αντισημιτισμό της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και αφετέρου τον εξοβελισμό της επιρροής των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και τη γεωπολιτική απομόνωση του Ισραήλ μέσα από την αναθεώρηση των «Συμφωνιών του Αβραάμ» και την ανατροπή των συνθηκών ειρήνης με την Αίγυπτο και την Ιορδανία.
Η αγορά των S400 και η μερική τυχοδιωκτική σύμπραξη Τουρκίας-Ρωσίας στο Συριακό όπως και η αμοιβαία ανοχή τους στον Νότιο Καύκασο, την Ουκρανία και τη Λιβύη, αποτελούν τα συμπτώματα και όχι τις γενεσιουργίες αιτίες του καρκινώματος που αποτελεί για την περιφερειακή ασφάλεια η αναθεωρητική πολιτική της Ερντογανικής Τουρκίας. Μετά την Αίγυπτο, το Ισραήλ τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, αυτό το καρκίνωμα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ως γεωστρατηγική πρόκληση και στις ΗΠΑ.
Επειδή ακριβώς αυτή η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας δεν κινητροδοτείται από προσωπικά ή οικονομικά κίνητρα αλλά από την ισλαμο-σοβινιστική ιδεολογία του Ερντογανικού «Νεο-Οθωμανισμού», είναι πολύ δύσκολο να συμβιβασθεί με την παρούσα κατάσταση πραγμάτων και πιθανότατα θα συνεχίσει να παράγει κρίσεις -πρωτίστως με την Ελλάδα- και μέσα στο 2021. Η διακομματική συμμαχία που επέβαλε τις κυρώσεις CAATSA κατά της Τουρκίας στο Κογκρέσο αλλά και η εισερχόμενη προεδρία Biden δεν φαίνεται να έχουν την προδιάθεση να επιδείξουν ανάλογα επίπεδα ανοχής στις φιλοδοξίες του Τούρκου Προέδρου με αυτά που επέδειξε ο Πρόεδρος Trump, εφόσον ο Ερντογάν συνεχίσει το «κρεσέντο» των αναθεωρητικών του προκλήσεων έναντι της Ελλάδας.
Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό το επόμενο πεδίο τομεακών κυρώσεων από πλευρά του αμερικανικού Κογκρέσου ή/και της κυβέρνησης Biden να επικεντρωθεί στον ενεργειακό τομέα των τουρκορωσικών σχέσεων όπου η Άγκυρα έχει να «απολογηθεί» για μια σειρά από πρωτοβουλίες που βρίσκονται στην καρδιά της ρωσοτουρκικής ενεργειακής συνεργασίας και οι οποίες δεν συνάδουν απαραιτήτως με την ενεργειακή ασφάλεια πολλών από τους συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στο Akkuyu και του δικτύου αγωγών TurkStream για το οποίο η κυβέρνηση Trump επέβαλλε αυστηρές κυρώσεις σε όλες τις εμπλεκόμενες εταιρίες πλην -περιέργως- της τουρκικής BOTAS.
Θεόδωρος Τσακίρης
*Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
πηγή: https://www.philenews.com/f-me-apopsi/paremvaseis-ston-f/article/1091762/meta-tis-kyroseis-trump-ga-toys-s400
コメント