Κυπριακό και πολιτική νομιμοποίηση
Στην μακρά εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος δύο χαρακτηριστικά το διακρίνουν μόνιμα, τα οποία από το 1974 και μετά έγιναν πιο συμπαγή και διακριτά.
Το πρώτο είναι οι συνεχείς υποχωρήσεις της ελληνικής κυπριακής πλευράς σε όλα τα επίπεδα. Υποχωρήσεις σε όλο το εύρος, από τις «βασικές πτυχές» του προβλήματος, μέχρι τα φαινομενικά «δευτερεύοντα». Από την εκ περιτροπής προεδρία, που κάποτε ήταν αδιανόητη, μέχρι του να αποδεχτούμε για παράδειγμα το θέμα του εποικισμού των κατεχομένων να το συζητούμε ως «πληθυσμιακό», και όχι με το πραγματικό του όνομα. Από την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και όχι την μετεξέλιξη, όπως ήταν για δεκαετίες η θέση μας, μέχρι την αποδοχή από την πλευρά μας να διαβαίνουν από το οδόφραγμα του Λιμνίτη τα αυτοκίνητα του τουρκικού στρατού για να τροφοδοτούν το φυλάκιο του στα Κόκκινα, προκειμένου να μην ταλαιπωρείται με βάρκες μέσω θαλάσσης.
Η δεύτερη παράμετρος, συνυφασμένη με την πιο πάνω, είναι η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης όλων των κυβερνώντων που προέβησαν και προβαίνουν σε όλες αυτές τις διολισθήσεις. Σύμμαχος τους η χαμηλή πολιτική «μόρφωση» των Κυπρίων και η χλιαρή αντίδραση των κομμάτων που διαφωνούσαν με αυτές τις πολιτικές. Ο κομματικός κρετινισμός, μεταξύ άλλων επέτρεψε, τον εύκολο έλεγχο του δημόσιου λόγου (discourse) από τους κατεξοχήν φορείς των υποχωρήσεων.
Το τι συνιστά στο κυπριακό σήμερα «μετριοπάθεια», «εθνικισμό», «συμβιβασμό» «απορριπτισμό» καθορίζεται από το λόγο και τις επιλογές των συντελεστών των διολισθήσεων, δηλ. των δύο μεγάλων κομμάτων, συνεπικουρούμενων και από τρίτους. Οι διαφωνούντες, και κυρίως τα κόμματα του κέντρου, φέρουν σοβαρή ευθύνη για αυτό.
Έτσι το να περνούν τα οχήματα του κατοχικού στρατού από ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, λογίζεται ως ένδειξη «μετριοπάθειας», και όχι μείωση της κρατικής μας ισχύος και εξευτελισμός.
Η κατάργηση του κυπριακού κράτους σε περίπτωση «λύσης», του μόνου προστατευτικού κελύφους του κυπριακού Ελληνισμού, ως «συμβιβασμός» και όχι προδοσία κ.ο.κ.
Παρ’ όλο τον έλεγχο του δημόσιου λόγου (discourse), ιδιαίτερα από το 2004 και εντεύθεν, εντούτοις η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Κυπρίων ποτέ δεν ενέκρινε και εξακολουθεί να μην εγκρίνει τις παραχωρήσεις και την εν γένει πολιτική που ακολουθείται. Υπάρχει δηλαδή πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης, κοντολογίς πρόβλημα δημοκρατίας στην διαχείριση του κυπριακού, αφού όπως διαπίστωσε και ο Άλβαρο ντε Σότο το βράδυ του δημοψηφίσματος: «άλλα ήθελε ο λαός και άλλα η ηγεσία του».
Τα προβλεπόμενα της συζητούμενης λύσης αντιβαίνουν προφανώς τόσο πολύ το ένστικτο αυτοσυντήρησης μας, που σε κάθε περίπτωση είναι απίθανο ο λαός να τη δεχτεί. Αυτό πιθανόν να συνέβαινε με όποιο λαό θα βρισκόταν στην θέση μας. Αυτό αποκαλύφθηκε πανηγυρικά στο δημοψήφισμα του 2004, παρ’ όλη την προπαγάνδα και το χρήμα που διοχετεύτηκε στους φορείς του «Ναι». Χωρίς την προπαγάνδα και τον εκφοβισμό το ποσοστό της απόρριψης θα ήταν ασφαλώς μεγαλύτερο.
Μέχρι τότε η μέθοδος που ακολουθείτο από όσους το υποστήριξαν το Σχ. Ανάν, ήταν η αποσιώπηση του τι ακριβώς συνεπαγόταν η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία μαζί με τις επιπλέον υποχωρήσεις που έγιναν. Ο κόσμος αποκοιμιζόταν με τα συνθήματα – θέσεις: «Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους», «Tα σύνορα μας είναι στην Κερύνεια», «Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω», «Αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων», «Λύση έντιμου συμβιβασμού», μέχρι που με την εμφάνιση του Σχ. Ανάν έπεσε από τα σύννεφα. Έκτοτε τα πιο πάνω συνθήματα δεν ακούστηκαν ποτέ ξανά! Ούτε μια φορά!!
Κάποιοι, εκ των υστέρων, ομολόγησαν με περίσσιο κυνισμό ότι έλεγαν ψέματα στον κόσμο. Αλλά τα ψέματα των πολιτικών στην Κύπρο δεν πληρώνονται – πολιτικά πάντα. Σήμερα πόσοι άραγε θυμούνται και κατανοούν όλη εκείνη την παραπλάνηση με εκείνα τα συνθήματα; Ένας λαός όμως κατατονικός και πολιτικά ημιμαθής δεν ενδιαφέρεται να έχει μνήμη, και χωρίς μνήμη δεν μπορείς να έχεις και κρίση. Και έτσι εξακολουθούν να επιβραβεύονται, με χαρακτηριστική ελαφρότητα, όσοι μας έφεραν μέχρι εδώ.
Υ. Γ. Πριν μερικά χρόνια, τις παραμονές μιας «Διάσκεψης» για το κυπριακό (όχι στο Κραν Μοντάνα), σε μια κοινωνικής φύσεως συνάντηση υπέβαλα σε υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος και μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας την εξής ιδέα: αν κατέληγαν σε συμφωνία, να προτείνουν την συμπερίληψη ρήτρας, ως μέρος της συμφωνίας, την διενέργεια δημοψηφισμάτων σε τρία-τέσσερα χρόνια για επανέγκριση της συμφωνίας ή απόσχιση. Και αυτό προκειμένου, αν η συμφωνία καταστεί ασύμφορη και μη λειτουργική, η πλευρά μας να έχει δυνατότητα νόμιμης διαφυγής, έστω και με κόστος τα δύο κράτη.
Η απάντηση ήταν καταπέλτης: «Η ελληνοκυπριακή πλευρά ποτέ δεν θα θελήσει να φύγει από μια συμφωνία ότι και να συμβαίνει». Αν αυτό δεν είναι αγκύλωση τότε τι μπορεί να είναι;
Χρήστος Αλεξάνδρου
Ιστορικός-Πολιτικός Επιστήμονας
ΠΗΓΗ:http://infognomonpolitics.blogspot.com/2019/08/blog-post_250.html