Έχει φθάσει πλέον το πλήρωμα του χρόνου ώστε η ελληνική και κυπριακή κοινή γνώμη να γίνουν οικείες με ένα ιστορικά σημαντικό πολιτικό όρο ώστε να είναι σε θέση να ερμηνεύουν ορθά τη σημερινή συμπεριφορά των κυβερνήσεών τους, των πολιτικών τους ταγών και ενός μεγάλου μέρους των ΜΜΕ των χωρών τους έναντι της Τουρκίας.
Ο όρος είναι αυτός της «φινλανδοποίησης» (finlandization). Ιστορικά ο όρος περιγράφει και κωδικοποιεί το ιστορικό των σχέσεων της Φινλανδίας με την τσαρική Ρωσία και αργότερα με τη Σοβιετική Ένωση μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ευρύτερα περιγράφει τη διαδικασία κατά την οποία μια μικρή σε μέγεθος χώρα που συνορεύει με μια μεγαλύτερη αποκτά με συγκεκαλυμένο τρόπο (τόσο συνειδητά όσο και ασυνείδητα) εξάρτηση από την ισχυρότερη, αντιδρώντας αυτόματα και πάντοτε θετικά σε κάθε αίτημα του ισχυρού γείτονα.
Η συμπεριφορά αυτή υποκρύπτει μια αμυντική «στρατηγική λογική», απότοκη ενός συνδρόμου φοβίας ότι μια μη κατευναστική συμπεριφορά θα οδηγήσει σε σύγκρουση και η μικρή σε μέγεθος χώρα θα χάσει περισσότερα. Μετά τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 η μεταπολεμική φινλανδική κυβέρνηση του Juho Κusti Ρaasikivi, πιεζόμενη από τη Σοβιετική Ένωση, υπέγραψε τον Απρίλιο του 1948 με την Μόσχα τη Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας. Με αυτή δεσμεύθηκε να αμυνθεί σε τυχόν επίθεση της Γερμανίας και των συμμάχων της έναντί της ή κατά της Σοβιετικής Ένωσης και να ζητήσει τη βοήθεια της Μόσχας σε περίπτωση ανάγκης. Ανέλαβε επίσης να παραμείνει εκτός συνασπισμών και ουδέτερη στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ακολούθησαν ένα πλέγμα «προνομιακών» για τη Μόσχα συμφωνιών στην οικονομία, πολιτισμό, παιδεία κ.ά. Στο θέμα Παιδείας, για παράδειγμα, η «φινλανδοποίηση» κατέληξε στην απόσυρση χιλιάδων βιβλίων από τις δημόσιες βιβλιοθήκες, ενώ οι βιβλοπώλες λάμβαναν από την κυβέρνηση κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων επικριτικών για την Μόσχα. Κινηματογραφικές ταινίες όπως Τhe Μanchurian Candidate (1962), έργα του Σοβιετικού αντικαθεστωτικού Σολτσενίτζιν αλλά ακόμη και Φινλανδών, απαγορεύονταν ή λογοκρίνονταν. Σε ό,τι αφορούσε στον Τύπο οι πρακτικές της φινλανδικής κυβέρνησης κατέληγαν στη χειραγώγηση ολόκληρου του επικοινωνιακού συστήματος της χώρας. Αυτό εκφράζετο με την αυτολογοκρισία, τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση των αντιφρονούντων. Συναφείς με την Παιδεία και τον Τύπο ήταν και οι νοηματικές και γλωσσικές στρεβλώσεις. Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους και χρησιμοποιούνταν ως ευφημισμοί αποκρύπτωντας την πραγματικότητα. Η λέξη εθελοδουλεία έγινε απλά «καλή γειτονία». Η υποταγή στον σοβιετικό ηγεμόνα έγινε «ειρήνη» ενώ η αποποίηση κυριαρχικών δικαιωμάτων κατέληξε να είναι «συναιτερισμός για την ειρήνη». Όσο για το ιστορικό των σχέσεων των δύο λαών αυτό έπρεπε να συμβαδίζει με τη θεώρηση του ισχυρού. Πρόθυμοι διανοούμενοι ανέλαβαν τη συγγραφή σχετικών βιβλίων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Φινλανδίας όλα τα παραπάνω κατέληγαν, αθροιστικά, στον «συγχρονισμό» της εξωτερικής πολιτικής του Ελσίνκι με αυτό της Μόσχας.
Ο όρος «φινλανδοποίηση» ιδεολογοποιήθηκε στη διάρκεια ρου Ψυχρού Πολέμου αποκτώντας μειωτική και απαξιωτική χροιά. Μετά το 1950 δεν περιορίζεται πλέον στη Φινλανδία αλλά χαρακτηρίζει, για παράδειγμα, την πολιτική της ουδέτερης Αυστρίας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, τις δραστηριότητες των ειρηνιστικών, εργατικών και άλλων κινημάτων της Δυτικής Ευρώπης, ειδικά της Δυτικής Γερμανίας, που η Ατλαντική Συμμαχία θεωρούσε δούρειους ίππους των σοβιετικών, κλπ. Ως διεθνολογικός πλέον όρος η «φινλανδοποίηση» καταδεικνύει τους κινδύνους που συνεπάγονται οι «επιθέσεις φιλίας» που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο μιας ιστορικής αντιπαλότητας, η οποία όμως δεν αίρεται, και μιας ταυτόχρονης στρατιωτικής ανισότητας που επιβαρύνεται από την απουσία πολιτικής βούλησης και αποτρεπτικής στρατηγικής εκ μέρους της μικρότερης σε μέγεθος χώρας. Πόσο ευχαριστημένη υπήρξε η Μόσχα με την πολιτική της Φινλανδίας σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποδεικνύεται και από μια δήλωση-ευχή του σοβιετικού ηγέτη Γκορμπατσώφ όταν επέτρεψε τη δημιουργία μη κομμουνιστικών κυβερνήσεων στην Ανατολική Ευρώπη το 1989. Θα ήθελε, είπε, οι κυβερνήσεις αυτές να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Φινλανδίας στην εξωτερική πολιτική τους έναντι της Μόσχας. Ερμηνεύει ο όρος «φινλανδοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας έναντι της Άγκυρας; Μας εξηγεί γιατί η Αθήνα αρνείται να ασκήσει το εθιμικό και συμβατικό της δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα; Γιατί αρνείται να κηρύξει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη; Γιατί αρνείται να αρχίσει συνομιλίες ακόμη και με την Κύπρο για την οριοθέτηση της αναμεταξύ τους ΑΟΖ; Γιατί κάνει ότι δεν καταλαβαίνει όταν τουρκικά πλοία βγαίνουν στο Σούνιο; Όταν τουρκικά μαχητικά εκτελούν τρομοκρατικές πτήσεις πάνω από ελληνικές κατοικημένες περιοχές; Ερμηνεύει ο όρος «φινλανδοποίηση» τους πανηγυρισμούς της εξουσιαστικής ελίτ και των παρακολουθημάτων της στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ ότι η Τουρκία θα άρει, λέει, το casus belli αλλά στη βάση τής αλα τούρκα αρχή της αμοιβαιότητας; - τα δικά τους δικά τους και τα δικά μας μοιρασιά; Οι «επιθέσεις φιλίας» που δεν αίρουν τη δομική αντιπαλότητα μεταξύ κρατών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας επιθετικής στρατηγικής κίνησης που αποβλέπει στην ψυχική άλωση του αντιπάλου, προσδίδοντας στην εθελοδουλεία του κανονιστική συμπεριφορά. Στην περίπτωση της Ελλάδας παρακολουθούμε διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις να έχουν οδηγήσει την Ελλάδα στην κατηφόρα της «φινλανδοποίησης». Την προσαρμογή αυτή της Ελλάδας στα δεδομένα της τουρκικής ισχύος οι Τούρκοι, με τελευταίους εκφραστές το δίδυμο Ερντογάν - Νταβούτογλου, σφυρηλατούν συνεχώς με εναλλαγές «επιθέσεων ειρήνης» και επιδείξεων δύναμης.
Δρ. Μάριος Ευρυβιάδης, διδάσκει διεθνείς σχέσεις στον Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Στη διάρκεια της οκταετούς θητείας του Ρόναλντ Ρίγκαν διετέλεσε σύμβουλος Τύπου της κυπριακής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον. Σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες (B.A., M.A. M.A.L.D., Ph.D.)